- ηγεμονίσκος
- ο(υποκορ. τού ηγεμόνας)1. μικρός ηγεμόνας, άρχοντας μικρής χώρας2. ο μικρός σε ηλικία ηγεμόνας3. ηγεμόνας χωρίς αξία, χωρίς αξιοπρέπεια, ανίσχυρος4. μτφ. προϊστάμενος με σατραπική συμπεριφορά προς τους υπαλλήλους του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμών, -όνος + υποκορ. κατάλ. με μειωτική σημ. -ίσκος (πρβλ. απατεων-ίσκος, υπαλληλ-ίσκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1815 στον Χριστόφ. Περραιβό].
Dictionary of Greek. 2013.